ξεχαρβαλώνω

ξεχαρβαλώνω
1. διαλύω με άτεχνο τρόπο αντικείμενο στα μέρη από τα οποία απαρτίζεται έτσι ώστε να μην ξαναφτειάχνεται
2. μέσ. ξεχαρβαλώνομαι
εξαρθρώνομαι λόγω παλαιότητας ή κακού χειρισμού, δυσλειτουργώ, λειτουργώ κακώς
3. μτφ. διαταράσσω τον κανονικό ρυθμό λειτουργίας μιας υπηρεσίας ή ενός οργανισμού, αποδιοργανώνω («σπίτι ξεχαρβαλωμένο» — οικογένεια που ζει μισοδιαλυμένη, χωρίς τάξη και ηθικούς φραγμούς).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + χαρβαλώνω «εξαρθρώνω» (< χάρβαλον «καθετί διαλυμένο, εξαρθρωμένο»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεχαρβαλώνω — ξεχαρβαλώνω, ξεχαρβάλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεχαρβαλώνω — ξεχαρβάλωσα, ξεχαρβαλώθηκα, ξεχαρβαλωμένος 1. μτβ., εξαρθρώνω, παραλύω, διαλύω: Ξεχαρβάλωσες την πόρτα με τα χτυπήματα σου. 2. το παθ., εξαρθρώνομαι παθαίνω παράλυση: Ξεχαρβαλώθηκε το κάθισμα. 3. η μτχ., ξεχαρβαλωμένος, η, ο ο εξαρθρωμένος και,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποχαρβαλώνω — [χάρβαλο] κάνω χάρβαλο, ξεχαρβαλώνω, διαλύω …   Dictionary of Greek

  • εξαρθρώνω — (AM ἐξαρθρῶ, όω) βγάζω το κόκαλο από την κλείδωση, λύνω την άρθρωση, την κλείδωση, στραμπουλίζω νεοελλ. μτφ. αποσυνθέτω, αποδιοργανώνω, ξεχαρβαλώνω, διαλύω («οικογένεια εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε δίκτυο κακοποιών») …   Dictionary of Greek

  • καταχαρβαλώνω — (Μ) ξεχαρβαλώνω, εξαρθρώνω, αχρηστεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χαρβαλώνω «εξαρθρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεχαρβάλωμα — το [ξεχαρβαλώνω] 1. άτεχνη ή λόγω παλαιότητας διάλυση ενός αντικειμένου στα μέρη από τα οποία αποτελείται, χάλασμα, εξάρθρωση, αποσύνθεση 2. μτφ. διαταραχή τού κανονικού ρυθμού λειτουργίας μιας υπηρεσίας ή ενός οργανισμού, αποδιοργάνωση …   Dictionary of Greek

  • ξεχαρβάλωτος — η, ο [ξεχαρβαλώνω] ξεχαρβαλωμένος, διαλυμένος, χαλαρός, αποδιοργανωμένος …   Dictionary of Greek

  • σαραβαλιάζω — Ν [σαράβαλο] 1. (μτβ.) καθιστώ κάτι ή κάποιον σαράβαλο, εξαρθρώνω, ξεχαρβαλώνω κάτι ή αχρηστεύω κάποιον (α. «έτσι όπως κάθησε, σαραβάλιασε την καρέκλα» β. «μού έδωσε τόσο που μέ σαραβάλιασε») 2. μέσ. σαραβαλιάζομαι (για πράγμ.) υφίσταμαι μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • χαρβαλώνω — Ν [χάρβαλο] ξεχαρβαλώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”